ΟΙ ΜΑΣΤΟΙ ΤΗΣ ΙΣΙΔΑΣ
του Ferruccio Giromini
Παλιά, πολύ παλιά στο χρόνο κι ακόμα πιο παλιά.. Όταν ανεβαίνει κανείς την κοίτη της ιστορίας, με τη σταθερή αποφασιστικότητα του ονειροπόλου, όταν απογυμνώνεται, ανανεώνεται, ξαναγεννιέται, γίνεται πρωταγωνιστής της χρυσής εποχής, της εποχής του μύθου, του κόσμου των ηρώων.
Ήταν μια φορά και χίλια, χίλια, χίλια χρόνια πριν, μια χώρα ζεστή και άνυδρη, με ζωηρά χρώματα και έντονες φωτοσκιάσεις. Σήμερα, γνωρίζουμε ελάχιστα γι’ αυτήν κι έτσι την εξιδανικεύουμε περισσότερο. Εμάς, όμως δεν μας ενδιαφέρει η σκονισμένη και αυθαίρετη πραγματικότητα… μας ενδιαφέρει το όνειρο, λαμπερό και επιβλητικό. Εκτοξευόμαστε στην αρχαία Αίγυπτο.
Μέσα στο αίνιγμα και στη μαγεία της μας οδηγεί η μετενσάρκωση μιας ευγενούς από την αυλή των Φαραώ κάποιας ξεχασμένης δυναστείας, μια πριγκίπισσα ίσως, ή μια βασίλισσα. Ποιος μπορεί να ξέρει… Με τα πανάλαφρα, αρωματισμένα πέπλα της να ανεμίζουν, αφήνοντας με γενναιοδωρία ακάλυπτο το αφράτο σώμα της, η αθάνατη Αιγύπτια μας ανοίγει το δρόμο προς τον κόσμο της.
Πρώτα διασχίζουμε ένα εκτυφλωτικό, απέραντο τοπίο, απογυμνωμένο, με λιτά χρώματα και περιγράμματα. Μετά, μπαίνουμε στις αίθουσες των παλατιών, άλλοτε φωτεινές, άλλοτε σκιερές, πλούσια διακοσμημένες, αρωματισμένες με βότανα. Και τέλος, κατεβαίνουμε στα μυστικά μια υπόγειας, υγρής κατακόμβης, φωτισμένης μόνο από το τρεμάμενο φως των δαυλών.
Το κεφάλι μας αρχίζει να γυρίζει. Διαπεραστικά αρώματα μας πνίγουν. Η καρδιά μας χτυπά ξετρελαμένη. Ιδρώτας. Υπάρχει στην ατμόσφαιρα κάτι γλυκό, υπερβολικά γλυκό, δεν το αντέχουμε. Όχι, είναι πικρό. Μοιάζει.. Όχι, τώρα γίνεται διαπεραστικό.. Αυτή μας παρατηρεί με τα μεγάλα παράξενα μάτια της. Μας καρφώνει, πλησιάζει πιο κοντά… Τα χείλη της χαμογελούν αμυδρά.
Παράλυτοι, σκεπασμένοι από αιθέρια έλαια, γυμνοί μπροστά της, ανίκανοι να αντιδράσουμε αφηνόμαστε στο έλεος της. Αρώματα μας ζαλίζουν, ψίθυροι μας υπνωτίζουν, αισθησιακά χάδια μας κεντρίζουν. Αισθανόμαστε πως κάποιος μας παρατηρεί. Κάποιος υπάρχει δίπλα μας. Σκοτεινές φιγούρες αποκολλώνται από τη σκιά και μας πλησιάζουν αργά. Κινούνται με άκαμπτο, σχεδόν αφύσικο, τρόπο. Μας κοιτάζουν με βλέμμα άδειο και ακίνητο, ανησυχητικό, βλέμμα αγάλματος. Εκπέμπουν μια δυνατή οσμή. Οσμή ξύλου και νάρδου, άργιλου και πέτρας, πάπυρου και φοίνικα, τσακαλιού και ερπετού, σάλιου και ούρων, κροκόδειλου και ίβιδος, γάλακτος και σπέρματος, λάσπης και άμμου, πιθήκου και ελέφαντα, γυναίκας και άντρα.
Η πνιγηρή ζέστη ζωντανεύει από σιωπηλούς αναστεναγμούς. Στο σκοτάδι, αναίσχυντα δάχτυλα γλιστράνε στο υγρό δέρμα της, εξερευνούν, γαργαλάνε, εισχωρούν. Όλες οι αισθήσεις, εν εξάρσει, βρίσκουν ικανοποίηση φοβερά έντονη, συχνά επώδυνη. Μπροστά από αυτούς τους σχεδόν αόρατους θεατές που συνωστίζονται γύρω μας, στέκεται αυτή, κυρίαρχη, αστραφτερή στο σκοτάδι, θυμιαστική βασίλισσα των αρωμάτων, μυστική θεά, περιστοιχισμένη από τις σιωπηλές, αισθησιακές και αυτοερωτικές σκλάβες της… Όταν ανοίγει με σπουδή τον μανδύα της, αφήνοντας τον να γλιστρήσει στα καλλίγραμμα πόδια της.. Όταν εκθέτει το σώμα της, γυμνό στη λατρεία των ορθάνοιχτων ματιών μας… Όταν προσφέρει και αμέσως αποτραβά τους μαστούς της, με ένα ακαθόριστο χαμόγελο στα ζωγραφισμένα χείλη … Τότε πλέον συνειδητοποιούμε τον ιερατικό της ρόλο σ΄ αυτή την τελετουργία προσφοράς και θυσίας της επιθυμίας.
Σ’ αυτό το αρχαιότατο μητριαρχικό τελετουργικό, αυτή είναι η βασίλισσα και η πόρνη του Νείλου, η θεματοφύλακας των χιλιόχρονων μυστικών της Ίσιδας, της Σελίνης. Είναι η ενσάρκωση της αρχέγονης γυναίκας , που προσφέρεται στη λατρεία των πιστών με το ναρκισσισμό ημίθεου. Είναι η επιτηδευμένη αριστοκράτισσα που υπόσχεται, αλλά δεν δίνει, ηδονιζόμενη από το σκληρό παιχνίδι της.
Είναι η ιερή πόρνη, απαγορευμένη σαν παρθένα, πηγή αιώνιας ματαίωσης. Είναι η αχόρταγη ερωμένη του Όσιρη, που απαιτεί τα πάντα από το θεό, ενώ απομυζά σαν βαμπίρ τις ψυχές των θνητών που πέφτουν στα δίχτυα της. Δεν είναι κακιά, είναι πέρα από το καλό και το κακό, άσπιλη σαν την προϊστορία…
Πάνω στην καυτή άμμο, ξυπνάμε σε σύγχυση. Πως φτάσαμε ως εδώ; Το δέρμα μας είναι παγωμένο και διψάμε. Τι μας συνέβη; Αισθανόμαστε άδειοι σωματικά και ψυχικά, κουρασμένοι. Μήπως ονειρευτήκαμε; Κι όμως, θέλουμε να επιστρέψουμε σ’ εκείνη τη σκοτεινή πέτρινη μήτρα, θέλουμε να αφεθούμε σ’ εκείνη την αδιάντροπη αγκαλιά, χαμένοι μέσα στις ηδονικές ανάσες. Φοβάμαι πως το μυστήριο της Ίσιδας μας κατέκτησε για πάντα.