Μ’ ένα ζευγάρι κόκκινα γάντια, το πράσινο δακτυλίδι και ένα μαύρο στυλό είναι αρκετά για να ξεκινήσω. Σπανίως οι ποιητές σχεδιάζουν τα ποιήματά τους, ωστόσο εμείς οι ζωγράφοι γράφουμε γι’ αυτό που κάνουμε. Ήθελα να γίνω ζωγράφος χωρίς να ξέρω από ζωγραφική. Από την αρχή όμως υπήρχαν οι «προτιμήσεις» μου. Εποχές, καλλιτέχνες και έργα, τα οποία πολύ αγάπησα και έχω συνέχεια στο μυαλό μου. Αντίθετα, μεγάλοι «μαιτρ» δεν μου δημιούργησαν κανένα συναίσθημα αν και το προσπάθησα. Στα μουσεία σταματάω συστηματικά και μετά από δέκα χρόνια στα ίδια πράγματα, στον Μποτιτσέλι, Κράναχ, Βαν Άϋκ, Ντελακρουά, Ενγκρ, Μορώ, Κνοπφ, Ταμάρα ντε Λεμπίκα. Μ’ αρέσουν τ’ άσπρα δέρματα των γυναικών τους, τα ωραία στήθια και τα ζεστά στόματα. Είναι τα πράγματα που προσέχω ιδιαίτερα και στην δική μου ζωγραφική. Πριν από δύο χρόνια ξεκίνησα μια ιστορία «κόμικς», η οποία έχει μια ηρωίδα, την Λουντμίλα. Η Λουντμίλα έπρεπε να έχει έναν εικαστικό χαρακτήρα. Την έντυσα στα κόκκινα, με καπέλλα, κοσμήματα και μια σειρά από γυναικεία «φετίχ», τα οποία πέρασαν σ’ όλη μου τη ζωγραφική και απετέλεσαν το θέμα της δουλειάς μου. Το σπίτι μου άρχισε να γεμίζει από αντικείμενα που αγόραζα για να ζωγραφίζω, βάφτηκε με χρώματα που χρειαζόμουν για να φωτογραφίζω και ξαφνικά έγιναν όλα ίδια… τα έργα, το σπίτι, η ντουλάπα μου και εγώ. Έτσι, η απόστασή μου μίκρυνε απ’ το έργο μου και δυσκολεύομαι να δω τα πράγματα ψύχραιμα. Τα βλέπω μάλλον απόλυτα, παθιασμένα και συναισθηματικά. Αρνούμαι κάθε λογική και ανάλυση στη ζωγραφική μου. Ό,τι έμαθα στις «Καλών Τεχνών» είναι παρελθόν που έγινε ένστικτο για να βγει στις συνθέσεις μου. Αισθάνομαι ασφαλής που η ζωγραφική μου καθορίζει τις κινήσεις μου, τις ώρες και τη ζωή μου.